παραξοδεύω

παραξοδεύω
παραξόδεψα, παραξοδεύτηκα, ξοδεύω, διαθέτω, δαπανώ υπερβολικά: Παραξοδεύτηκα τα τελευταία χρόνια για τις σπουδές των παιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραξοδεύω — και παραξοδιάζω (ενεργ. και μέσ.) δαπανώ περισσότερα από το κανονικό, ξοδιάζω πολλά χρήματα …   Dictionary of Greek

  • παραξοδιάζω — βλ. παραξοδεύω …   Dictionary of Greek

  • παραξοδιάζω — παραξόδιασα, παραξοδιάστηκα, βλ. παραξοδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”